τιαραφόρος

τιαραφόρος
τῐᾱραφόρος, ον,
A wearing a tiara, Max.Tyr.26.7 (v.l. τιαροφόρος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιαραφόρος — wearing a tiara masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιαραφόρος — και τιαρηφόρος και τιαροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί τιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • τιαρηφόρος — ον, Α βλ. τιαραφόρος …   Dictionary of Greek

  • τιαροφόρος — ον, ΜΑ βλ. τιαραφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”